ταπεινορρημοσύνη

ταπεινορρημοσύνη
ἡ, Α
ταπεινολογία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + ῥήμων, -ονος + κατάλ. -σύνη* (πρβλ. κομπορρημο-σύνη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”